παραθυμώνω

παραθυμώνω
αμετ. чрезмерно сердиться, возмущаться

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Смотреть что такое "παραθυμώνω" в других словарях:

  • παραθυμώνω — 1. θυμώνω παρά πολύ 2. κάνω κάποιον να θυμώσει πολύ …   Dictionary of Greek

  • παραθυμώνω — παραθύμωσα 1. μτβ., κάνω κάποιον να θυμώσει πολύ, εξοργίζω. 2. αμτβ., θυμώνω υπερβολικά,εξοργίζομαι: Παραθυμώνεις με το τίποτε και κάνεις κακό στον εαυτό σου …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»